Αγορές μέσω Ίντερνετ: Όποιος δημοσιεύει αγγελίες πώλησης στο διαδίκτυο δεν αποκτά αυτομάτως την ιδιότητα του «εμπορευόμενου»
Ενδιαφέρουσα απόφαση για τις πωλήσεις στο διαδίκτυο από ιδιώτες και την προστασία των καταναλωτών
Με σημερινή του απόφαση, η οποία έχει μεγάλη πρακτική σημασία για
όσους πωλούν προϊόντα στο διαδίκτυο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
έκρινε ότι όποιος δημοσιεύει αγγελίες πωλήσεως σε διαδικτυακό τόπο δεν
αποκτά αυτομάτως την ιδιότητα του «εμπορευόμενου».
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως «εμπορική πρακτική» εάν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ένας καταναλωτής αγόρασε μεταχειρισμένο ρολόι σε διαδικτυακή πλατφόρμα πωλήσεων. Αφού διαπίστωσε ότι το ρολόι αυτό δεν αντιστοιχούσε στα χαρακτηριστικά που αναγράφονταν στην αγγελία πωλήσεως, ο καταναλωτής εξέφρασε στον πωλητή τη βούλησή του να λύσει τη σύμβαση. Η πωλήτρια, Εvelina Kamenova, αρνήθηκε να δεχτεί πίσω το ρολόι έναντι επιστροφής του καταβληθέντος ποσού. Κατόπιν αυτού, ο καταναλωτής υπέβαλε καταγγελία στην βουλγαρική επιτροπή προστασίας των καταναλωτών (ΕΠΚ).
Αφού εξέτασε την πλατφόρμα, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι, στις 10 Δεκεμβρίου 2014, οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων εξακολουθούσαν να είναι δημοσιευμένες στον διαδικτυακό αυτόν τόπο από την Ε. Kamenova με το ψευδώνυμο «eveto-ZZ».
Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι η Ε. Kamenova είχε υποπέσει σε διοικητική παράβαση και της επέβαλε διάφορα διοικητικά πρόστιμα βάσει του νόμου για την προστασία των καταναλωτών. Κατά την ΕΠΚ, η Ε. Kamenova παρέλειψε να αναγράψει σε καθεμία από τις εν λόγω αγγελίες το όνομα, την ταχυδρομική διεύθυνση, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση του εμπορευόμενου, τη συνολική τιμή του προς πώληση προϊόντος, περιλαμβανομένων όλων των τελών και φόρων, τους όρους πληρωμής, παραδόσεως και εκτελέσεως, το δικαίωμα του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως, τους όρους, την προθεσμία και τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος αυτού καθώς και την υπενθύμιση περί υπάρξεως εκ του νόμου εγγυήσεως συμμόρφωσης των πωληθέντων προϊόντων προς τη σύμβαση πωλήσεως.
Η Ε. Kamenova άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων για τον λόγο ότι δεν είχε την ιδιότητα του «εμπορευόμενου» και ότι οι διατάξεις του βουλγαρικού νόμου δεν είχαν ως εκ τούτου εφαρμογή. Σε αυτό το πλαίσιο, το Administrativen sad – Varna (διοικητικό δικαστήριο Βάρνας, Βουλγαρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν όποιος δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο έναν σχετικά μεγάλο αριθμό αγγελιών πωλήσεως αγαθών σημαντικής αξίας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εμπορευόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (Οδηγία 2005/29/EK).
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι, για να χαρακτηρισθεί ως «εμπορευόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας, είναι απαραίτητο το συγκεκριμένο πρόσωπο να ενεργεί για σκοπούς «οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα» ή εξ ονόματος ή για λογαριασμό ενός εμπορευομένου.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει εν συνεχεία ότι η έννοια και το περιεχόμενο του όρου «εμπορευόμενος» πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με την έννοια του «καταναλωτή», η οποία καλύπτει κάθε ιδιώτη που δεν αναπτύσσει εμπορικές ή ελευθέριες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει συναφώς ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, κατά περίπτωση, βάσει όλων των πραγματικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, εάν ένα φυσικό πρόσωπο όπως η Ε. Kamenova ενήργησε για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα, ελέγχοντας, μεταξύ άλλων, αν η πώληση πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο οργανωμένο, εάν αποτελεί τακτική δραστηριότητα ή έχει κερδοσκοπικό σκοπό, αν η προσφορά συγκεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό προϊόντων, και να εξετάσει το νομικό καθεστώς και την τεχνογνωσία του πωλητή.
Περαιτέρω, για να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά «εμπορική πρακτική», το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν η δραστηριότητα αυτή, αφενός, ασκείται από «εμπορευόμενο» και, αφετέρου, αν συνιστά πράξη, παράλειψη, τρόπο συμπεριφοράς ή εκπροσωπήσεως, εμπορική επικοινωνία «άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές».
Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι ένα φυσικό πρόσωπο, που δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο, ταυτόχρονα, ορισμένο αριθμό αγγελιών για την πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αγαθών πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εμπορευόμενος» και ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά «εμπορική πρακτική» μόνον εάν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως «εμπορική πρακτική» εάν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ένας καταναλωτής αγόρασε μεταχειρισμένο ρολόι σε διαδικτυακή πλατφόρμα πωλήσεων. Αφού διαπίστωσε ότι το ρολόι αυτό δεν αντιστοιχούσε στα χαρακτηριστικά που αναγράφονταν στην αγγελία πωλήσεως, ο καταναλωτής εξέφρασε στον πωλητή τη βούλησή του να λύσει τη σύμβαση. Η πωλήτρια, Εvelina Kamenova, αρνήθηκε να δεχτεί πίσω το ρολόι έναντι επιστροφής του καταβληθέντος ποσού. Κατόπιν αυτού, ο καταναλωτής υπέβαλε καταγγελία στην βουλγαρική επιτροπή προστασίας των καταναλωτών (ΕΠΚ).
Αφού εξέτασε την πλατφόρμα, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι, στις 10 Δεκεμβρίου 2014, οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων εξακολουθούσαν να είναι δημοσιευμένες στον διαδικτυακό αυτόν τόπο από την Ε. Kamenova με το ψευδώνυμο «eveto-ZZ».
Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι η Ε. Kamenova είχε υποπέσει σε διοικητική παράβαση και της επέβαλε διάφορα διοικητικά πρόστιμα βάσει του νόμου για την προστασία των καταναλωτών. Κατά την ΕΠΚ, η Ε. Kamenova παρέλειψε να αναγράψει σε καθεμία από τις εν λόγω αγγελίες το όνομα, την ταχυδρομική διεύθυνση, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση του εμπορευόμενου, τη συνολική τιμή του προς πώληση προϊόντος, περιλαμβανομένων όλων των τελών και φόρων, τους όρους πληρωμής, παραδόσεως και εκτελέσεως, το δικαίωμα του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως, τους όρους, την προθεσμία και τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος αυτού καθώς και την υπενθύμιση περί υπάρξεως εκ του νόμου εγγυήσεως συμμόρφωσης των πωληθέντων προϊόντων προς τη σύμβαση πωλήσεως.
Η Ε. Kamenova άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων για τον λόγο ότι δεν είχε την ιδιότητα του «εμπορευόμενου» και ότι οι διατάξεις του βουλγαρικού νόμου δεν είχαν ως εκ τούτου εφαρμογή. Σε αυτό το πλαίσιο, το Administrativen sad – Varna (διοικητικό δικαστήριο Βάρνας, Βουλγαρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν όποιος δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο έναν σχετικά μεγάλο αριθμό αγγελιών πωλήσεως αγαθών σημαντικής αξίας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εμπορευόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (Οδηγία 2005/29/EK).
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι, για να χαρακτηρισθεί ως «εμπορευόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας, είναι απαραίτητο το συγκεκριμένο πρόσωπο να ενεργεί για σκοπούς «οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα» ή εξ ονόματος ή για λογαριασμό ενός εμπορευομένου.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει εν συνεχεία ότι η έννοια και το περιεχόμενο του όρου «εμπορευόμενος» πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με την έννοια του «καταναλωτή», η οποία καλύπτει κάθε ιδιώτη που δεν αναπτύσσει εμπορικές ή ελευθέριες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει συναφώς ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, κατά περίπτωση, βάσει όλων των πραγματικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, εάν ένα φυσικό πρόσωπο όπως η Ε. Kamenova ενήργησε για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα, ελέγχοντας, μεταξύ άλλων, αν η πώληση πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο οργανωμένο, εάν αποτελεί τακτική δραστηριότητα ή έχει κερδοσκοπικό σκοπό, αν η προσφορά συγκεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό προϊόντων, και να εξετάσει το νομικό καθεστώς και την τεχνογνωσία του πωλητή.
Περαιτέρω, για να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά «εμπορική πρακτική», το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν η δραστηριότητα αυτή, αφενός, ασκείται από «εμπορευόμενο» και, αφετέρου, αν συνιστά πράξη, παράλειψη, τρόπο συμπεριφοράς ή εκπροσωπήσεως, εμπορική επικοινωνία «άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές».
Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι ένα φυσικό πρόσωπο, που δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο, ταυτόχρονα, ορισμένο αριθμό αγγελιών για την πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αγαθών πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εμπορευόμενος» και ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά «εμπορική πρακτική» μόνον εάν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:
04/10/2018 - 12:24
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου